3. ΔΙΚΤΥΑ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΩΝ
Γλωσσάριο
Όρος | Ορισμός |
---|---|
Access Point Κατηγορία: Αγγλική Ορολογία |
Συσκευή ή σημείο πρόσβασης ασύρματης σύνδεσης |
Addressing Κατηγορία: Αγγλική Ορολογία |
Η διαδικασία κωδικοποίησης και απόδοσης λογικής διεύθυνσης στους κόμβους ενός δικτύου. Συνήθως εξαρτάται από την αρχιτεκτονική και τα πρωτόκολλα που χρησιμοποιούνται. |
ATM Κατηγορία: Αγγλική Ορολογία |
Asynchronous Transfer Mode. Ενας τύπος μετάδοσης όπου το μέσο μετάδοσης χρησιμοποιέιται από μία μόνο σύνδεση (κανάλι επικοινωνίας). Η baseband μετάδοση χρησιμοποιεί τη TDM πολύπλεξη. |
Backbone network Κατηγορία: Αγγλική Ορολογία |
Δίκτυο κορμού |
Bandwidth Κατηγορία: Αγγλική Ορολογία |
Εύρος ζώνης συχνοτήτων. Επίσης χρησιμοποείται για να δείξει τo εύρος των δεδομένων που μπορούν να μεταδοθούν σ' ένα τηλεπικοινωνιακό κανάλι. |
Baseband Κατηγορία: Αγγλική Ορολογία |
Ενας τύπος μετάδοσης όπου το μέσο μετάδοσης χρησιμοποιέιται από μία μόνο σύνδεση (κανάλι επικοινωνίας). Η baseband μετάδοση χρησιμοποιεί τη TDM πολύπλεξη. |
bit Κατηγορία: Αγγλική Ορολογία |
Η μικρότερη ποσότητα πληροφορίας που μπορεί να μεταδοθεί. Πρόκειται για την έκφραση του περνά (1) δεν περνά (0) ρεύμα. |
bps Κατηγορία: Αγγλική Ορολογία |
Bits Per Second. Αριθμός bits ανά δευτερόλεπτο.Επίσης b/s. Μεγαλομονάδες του bps: Kbps, Mbps, Gbps. |
Broadband Κατηγορία: Αγγλική Ορολογία |
Ενας τύπος μετάδοσης όπου γίνεται ταυτόχρονη εκμετάλλευση του μέσου μετάδοσης από πολλές συνδέσεις (κανάλια επικοινωνίας) |
Broadcast Κατηγορία: Αγγλική Ορολογία |
Εκπομπή προς όλους τους κόμβους του δικτύου, συνοδεύοντας την πληροφορία με την αντίστοιχη broadcast διεύθυνση, ώστε να αποσταλεί σε όλους τους κόμβους. |
buffer Κατηγορία: Αγγλική Ορολογία |
Ενταμιευτής. Χώρος προσωρινής αποθήκευσης |
Byte Κατηγορία: Αγγλική Ορολογία |
8 bits, μονάδα μέτρησης μνήμης. Μεγαλομονάδες του Byte: ΚΒyte (KB), MByte (MB), GByte (GB) |
Circuit Switching Κατηγορία: Αγγλική Ορολογία |
Μεταγωγή κυκλώματος Σχόλια: Δείτε τον όρο στα ελληνικά |
Communication link Κατηγορία: Αγγλική Ορολογία |
Ζεύξη επικοινωνίας |
Datagram Κατηγορία: Αγγλική Ορολογία |
Το πακέτο που δημιουργείται στο επίπεδο δικτύου (δεδομενογράφημα). |
Dial Up Κατηγορία: Αγγλική Ορολογία |
Σύνδεση δια μέσου επιλεγόμενου του τηλεφωνικού δικτύου (αναλογικό ή ISDN). |
DOS Κατηγορία: Αγγλική Ορολογία |
Λειτουργικό σύστημα της Microsoft για προσωπικούς υπολογιστές (Disk Operating System). Δημοφιλές στην δεκαετία του ’80, χωρίς παραθυρικό περιβάλλον εργασίας. |
Encapsulation Κατηγορία: Αγγλική Ορολογία |
Ενθυλάκωση. Διαδικασία κατά την οποία τα δεδομένα που πρόκειται να αποσταλούν «περιτυλίγονται» από διάφορες πληροφορίες, οι οποίες έχουν σχέση με την αξιόπιστη και ασφαλή μεταφορά αυτών των δεδομένων (διαμερισμός, έλεγχος, δρομολόγηση, συμπίεση, εφαρμογή που αφορούν κλπ). |
Ethernet Κατηγορία: Αγγλική Ορολογία |
Πρωτόκολλο ενσύρματης δικτύωσης υπολογιστών. Χρησιμοποιεί τη μέθοδο μετάδοσης δεδομένων σε μορφή πακέτων (packet switching). |
Frame Κατηγορία: Αγγλική Ορολογία |
Πλαίσιο. Το πακέτο που δημιουργείται στο επίπεδο ζεύξης |
Full Duplex Κατηγορία: Αγγλική Ορολογία |
Αμφίδρομη - διπλής κατεύθυνσης μετάδοση |
Host Κατηγορία: Αγγλική Ορολογία |
Ονομασία τερματικού κόμβου (συστήματος) στο διαδίκτυο. Χαρακτηριστικό τους είναι ότι εκτελούν εφαρμογές. |
IP address Κατηγορία: Αγγλική Ορολογία |
Η λογική διεύθυνση ενός κόμβου, σε δίκτυα που χρησιμοποιούν το πρωτόκολλο IP. 'Αλλη ονομασία: Internet Address. |
Linux Κατηγορία: Αγγλική Ορολογία |
Λειτουργικό σύστημα τόσο για σταθμούς εργασίας όσο και για εξυπηρετητές με ή χωρίς παραθυρικό περιβάλλον εργασίας (επιλογή του χρήστη). Πρόκειται για ελεύθερο λογισμικό ανοικτού κώδικα (διανέμεται χωρίς κόστος απόκτησης και ο κώδικας του είναι ελεύθερος). |
MAC address Κατηγορία: Αγγλική Ορολογία |
Η φυσική διεύθυνση του υλικού σύνδεσης στο δίκτυο – MAC: Media Access Control |
Message Κατηγορία: Αγγλική Ορολογία |
Μήνυμα. Πακέτο που ανταλλάσσεται μεταξύ εφαρμογών στο επίπεδο εφαρμογών. |
Microsoft Windows Κατηγορία: Αγγλική Ορολογία |
Δημοφιλές λειτουργικό σύστημα της Microsoft για προσωπικούς υπολογιστές (Windows 98/2000/XP/Vista/7) αλλά και για εξυπηρετητές (Windows NT/2000/2003/2008 server) με παραθυρικό περιβάλλον εργασίας. |
Multicast Κατηγορία: Αγγλική Ορολογία |
Εκπομπή προς συγκεκριμένους κόμβους του δικτύου, όπου ο κόμβος- αποστολέας εμπλουτίζει την πληροφορία με μία multicast διεύθυνση, η οποία περιέχει τις διευθύνσεις των κόμβων που θα δεχθούν τα δεδομένα). |
Multiplexing Κατηγορία: Αγγλική Ορολογία |
Πολυπλεξία |
Operating System Κατηγορία: Αγγλική Ορολογία |
Λειτουργικό σύστημα |
Packet Switching Κατηγορία: Αγγλική Ορολογία |
Μεταγωγή Πακέτου Σχόλια: Δείτε τον ορισμό στα ελληνικά |
Parity check Κατηγορία: Αγγλική Ορολογία |
Έλεγχος ισοτιμίας. Τεχνική εντοπισμού λάθους. |
Payload Κατηγορία: Αγγλική Ορολογία |
Ωφέλιμο φορτίο (τα ουσιώδη δεδομένα που μεταφέρονται μέσα σε ένα πακέτο). |
Process Κατηγορία: Αγγλική Ορολογία |
Διεργασία. Ένα πρόγραμμα που εκτελείται («τρέχει») σε ένα υπολογιστή. |
Routing Κατηγορία: Αγγλική Ορολογία |
Δρομολόγηση. H διαδικασία κατά την οποία επιλέγεται η πιο κατάλληλη διαδρομή που θα ακολουθήσουν τα δεδομένα, όταν λαμβάνει χώρα μία επικοινωνία 2 τερματικών κόμβων σε κάποιο δίκτυο υπολογιστών. Η επιλογή είναι δυνατόν να εξαρτάται από διάφορα κριτήρια που έχουν τεθεί (οικονομικότερη, γρηγορότερη κλπ). |
Routing Κατηγορία: Αγγλική Ορολογία |
Δρομολόγηση (βλ. αντίστοιχο όρο) |
Segment Κατηγορία: Αγγλική Ορολογία |
Τμήμα. Το πακέτο που δημιουργείται στο επίπεδο μεταφοράς |
Server Κατηγορία: Αγγλική Ορολογία |
Εξυπηρετητής / εξυπηρέτης / διακομιστής. Τερματικό σύστημα του Διαδικτύου (host) |
Socket Κατηγορία: Αγγλική Ορολογία |
H διεπαφή προγραμματισμού εφαρμογών (API) ανάμεσα στη διεργασία εφαρμογής και στο πρωτόκολλο επιπέδδου μεταφοράς. |
STDM Κατηγορία: Αγγλική Ορολογία |
Statistical Time Division Multiplexing. Τεχνική πολυπλεξίας διαίρεσης χρόνου (TDM), ή οποία κάνει αποδοτικότερη εκμετάλλευση του μέσου μετάδοσης. |
Structure cabling Κατηγορία: Αγγλική Ορολογία |
Δομημένη καλωδίωση |
System Software Κατηγορία: Αγγλική Ορολογία |
Λογισμικό συστημάτων |
TCP Κατηγορία: Αγγλική Ορολογία |
Transmission Control Protocol. Πρωτόκολλο του επιπέδου μεταφοράς στο Διαδίκτυο. |
Throughput Κατηγορία: Αγγλική Ορολογία |
Διεκπεραιωτική ικανότητα –ρυθμαπόδοση. O ρυθμός (bits/secs) στον οποίo τα bits μεταφέρονται μεταξύ αποστολέα-παραλήπτη: η ποσότητα δεδομένων που μπορούν να μεταφερθούν ανά μονάδα χρόνου. |
Unicast Κατηγορία: Αγγλική Ορολογία |
Εκπομπή προς ένα μόνο κόμβο του δικτύου, προσδιορίζοντας την διεύθυνση του κόμβου-παραλήπτη. |
Workstation Κατηγορία: Αγγλική Ορολογία |
Σταθμός Εργασίας |